-
1 экзамен
экзамен м η εξέταση (чаще мн. οι εξετάσεις); приёмные \экзамены οι εισαγωγικές εξετάσεις; выпускные \экзамены οι απολυτήριες εξετάσεις· сдавать \экзамен δίνω εξετάσεις* * *мη εξέταση (чаще мн. οι εξετάσεις)приёмные экза́мены — οι εισαγωγικές εξετάσεις
выпускны́е экза́мены — οι απολυτήριες εξετάσεις
сдава́ть экза́мен — δίνω εξετάσεις
-
2 выпускной
выпускной: \выпускнойые экзамены οι απολυτήριες εξετάσεις \выпускной вечер η γιορτή των τελειοφοίτων* * *выпускны́е экза́мены — οι απολυτήριες εξετάσεις
выпускно́й ве́чер — η γιορτή των τελειοφοίτων
-
3 экзамен
-а α.εξέταση•государственные -ы πτυχιακές εξετάσεις•
сдавать -ы δίνω εξετάσεις•
устные -ы προφορικές εξετάσεις•
письменные -ы γραπτές εξετάσεις•
-ы на аттестат -зрелости απολυτήριες εξετάσεις•
переходные -ы προαγωγικ,ές εξετάσεις.
|| μτφ. έλεγχος, δοκιμασία. -
4 выпускной
выпускн||ойприл:\выпускнойые экзамены οἱ ἀπολυτήριες ἐξετάσεις· \выпускнойо́й вечер ἡ γιορτή τών τελειοφοίτων· \выпускнойо́й клапан ἡ βαλβίδα ἐξαγωγής. -
5 выпускной
επ.1. απολυτήριος•-ые экзамены απολυτήριες εξετάσεις•
выпускной вечер εσπερίδα των τελειοφοίτων.
2. της εξαγωγής•-ое! отверстие οπή εξαγωγής ή διαφυγής•
выпускной клапан βαλβίδα εξαγωγής•
-ая труба σωλήνας εξαγωγής.
См. также в других словарях:
Μοντεσόρι, Μαρία — (Maria Montessori, Κιαραβάλε, Ανκόνα 1870 – Νόορντβαϊκ αν Ζέε, Ολλανδία 1952). Ιταλίδα παιδαγωγός. Το 1896 έγινε η πρώτη γυναίκα στην Ιταλία που πτυχίο ιατρικής. Έπειτα, αφού εργάστηκε ως βοηθός σε νοσοκομεία, άρχισε να ασκεί τη γενική ιατρική.… … Dictionary of Greek
απολυτήριος — α, ο 1. αυτός που έχει σκοπό την απόλυση ή που γίνεται σ αυτή: Οι απολυτήριες εξετάσεις των λυκείων θα γίνουν από τις δέκα ως τις είκοσι Ιουνίου. 2. το ουδ. ως ουσ., το απολυτήριο το έγγραφο που δείχνει πως κάποιος εκτέλεσε μιαν υποχρέωσή του ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απορρίπτω — απόρριψα, απορρίφτηκα, απορριμμένος 1. βγάζω κάτι από πάνω μου και το πετάω, πετάω κάτι μακριά: Ο κλέφτης, όταν είδε πως τον κυνηγούσαν, απόρριψε τα κλεμμένα και το βαλε στα πόδια. 2. αποδοκιμάζω κάτι, δεν το δέχομαι: Το υπουργείο απόρριψε την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… … Dictionary of Greek